οἰκοδόμησαν

οἰκοδόμησαν
οἰκοδομέω
build a house
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εθνικισμός — Η προσήλωση σε μεγάλο βαθμό στο έθνος και στα εθνικά ιδανικά, που ορισμένες φορές συνοδεύεται από ξενοφοβία και επιθυμία απομόνωσης· εθνική συνείδηση που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι το έθνος υπερέχει από τα άλλα και οφείλει να προβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • Αμπουκίρ — (Abu Qir). Λουτρόπολη (περ. 10.000 κάτ.) στη βόρεια Αίγυπτο, χτισμένη κοντά στην αρχαία Κάνωπο, στα ΝΑ της Αλεξάνδρειας, στη δυτική ακτή του ομώνυμου κόλπου. Οι φαραώ της 5ης δυναστείας ύψωσαν εκεί πυραμίδα και οικοδόμησαν τον πρώτο ηλιακό ναό… …   Dictionary of Greek

  • Αντίμπ — (Antibes). Πόλη (71.000 κάτ. το 2002) και ακρωτήριο της νοτιοανατολικής Γαλλίας στην Κυανή Ακτή. Η Α. ιδρύθηκε από Έλληνες αποίκους (η αρχαία Αντίπολη) και υπήρξε η πρώτη αυτόνομη πολιτεία της Γαλατίας. Τοποθεσία οχυρή, πολλές φορές πολιορκήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… …   Dictionary of Greek

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • θυάτειρα — Αρχαία πόλη στο βορειοδυτικό τμήμα της Λυδίας, κοντά στη Μυσία (σημερινό Ακ χισάρ ή Αξάριο). Ονομαζόταν και Πελόπεια ή πόλη του Πέλοπα. Στα Θ. εγκατέστησε ο Σέλευκος πολλούς Μακεδόνες αποίκους, στη διάρκεια του πολέμου του εναντίον του Λυσιμάχου …   Dictionary of Greek

  • Λευκωσία — (αγγλ. Nicosia). Πόλη (205.633 κάτ. το 2001) της Κύπρου, πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ομώνυμης επαρχίας (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της κεντρικής περιοχής του νησιού, σε υψόμετρο 150 μ., πάνω στον… …   Dictionary of Greek

  • Λουάρ — I (Loire, ελλ. Λίγηρας). Ποταμός (1.010 χλμ.) της κεντροδυτικής Γαλλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Πηγάζει σε ύψος 1.425 μ. από το όρος Ζερμπιέ ντε Ζονκ (Κεντρικός Ορεινός Όγκος) και κατέρχεται με επικρατούσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”